- προ-νοσέω
προ-νοσέω, vorher krank sein, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-νοσέω, vorher krank sein, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προνενοσηκέναι — πρό νοσέω to be sick perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνενοσηκότων — πρό νοσέω to be sick perf part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)