κατα-γογγύζω

κατα-γογγύζω

κατα-γογγύζω, gegen Einen murren, Sp., wie Ios., τινός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατεγόγγυζον — κατά γογγύζω mutter imperf ind act 3rd pl κατά γογγύζω mutter imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεγογγύζετε — κατά γογγύζω mutter imperf ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεγογγύσθη — κατά γογγύζω mutter aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεγόγγυσα — κατά γογγύζω mutter aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεγόγγυσαν — κατά γογγύζω mutter aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεγόγγυσε — κατά γογγύζω mutter aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

  • παρατρύζω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «παραφωνῶ, γογγύζω»>, τσιρίζω γοερά 2. (κατά τον Φώτ.) «εἴληπται δὲ ἀπό τῶν ὀρνέων ὅτ ἄν τοῑς οἰκείοις νεοττοῑς γοερὰ ἐπιφωνοῡσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρύζω «μουρμουρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • σκομβρίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. γογγύζω 2. (σχετικά με ένα είδος ασελγούς παιχνιδιού) χτυπώ κάποιον με τα χέρια ή με τα πόδια στους γλουτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόμβρος «σκουμπρί». Η σημ. τού ρ. «χτυπώ κάποιον στους γλουτούς» οφείλεται κατά μία άποψη στα… …   Dictionary of Greek

  • βοή — και βουή, η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.) 1. δυνατή φωνή, δυνατός ήχος 2. κραυγή, ιδίως θρηνητική 3. συγκεχυμένος θόρυβος 4. υπόκωφος, βαρύς ήχος 5. ο ήχος των κυμάτων νεοελλ. 1. βόμβος, βούισμα 2. δυσφήμηση 3. (σε κατάρα) ξαφνικό κακό αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • σκονθύλλω — Α (κατά τον Φώτ.) «γογγύζω, μουρμουρίζω» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”