- κατα-κελεύω
κατα-κελεύω (s. κελεύω), befehlen; c. inf, Plut. Oth. 18; zurufen, den Ruderern den Takt angeben, Ar. Ran. 208; danach übertr. Av. 1273, nach den Schol. σιγὴν πρόςταξον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-κελεύω (s. κελεύω), befehlen; c. inf, Plut. Oth. 18; zurufen, den Ruderern den Takt angeben, Ar. Ran. 208; danach übertr. Av. 1273, nach den Schol. σιγὴν πρόςταξον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… … Dictionary of Greek
κατεσκελεύοντο — κατά , εἰσ κελεύω urge imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek
κέλευση — η (ΑΜ κέλευσις) [κελεύω] 1. διαταγή, εντολή, προσταγή, παραγγελία («κατὰ κέλευσιν θεοῡ», επιγρ.) 2. (στο ρωμ. δίκ.) η πληρεξουσιότητα που παρέχεται από κάποιον σε κάποιον άλλον, για να συμβληθεί με τρίτον για λογαριασμό τού κελεύοντος … Dictionary of Greek
κελευστής — Υπαξιωματικός του πολεμικού ναυτικού. Κατά την αρχαιότητα, κ. ονομαζόταν εκείνος που όριζε τον ρυθμό της κωπηλασίας. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούσε ένα ραβδί ή μια σφύρα, την οποία χτυπούσε με μια σανίδα. Επίσης, τον ρυθμό έδιναν και οι… … Dictionary of Greek
κελευστός — κελευστός, ή, όν (Α) [κελεύω] αυτός που εκτελείται ύστερα από διαταγή, αυτός που γίνεται κατά παραγγελία («στρατεύομαι δὲ οὐ κελευοτός, ἀλλ ἑκούσιος», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek