- κατα-κελευσμός
κατα-κελευσμός, ὁ, das Befehlen, Zurufen, Poll. 4, 84.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-κελευσμός, ὁ, das Befehlen, Zurufen, Poll. 4, 84.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… … Dictionary of Greek