- κατ-αγινέω
κατ-αγινέω, ion. = κατάγω; καταγίνεον Od. 10, 104; Her. 6, 75.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-αγινέω, ion. = κατάγω; καταγίνεον Od. 10, 104; Her. 6, 75.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταγινέω — (Α) 1. κατεβάζω 2. επαναφέρω, ανακαλώ («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀγινέω (εκτετ. επικ. και ιων. τ. τού ἄγω «οδηγώ, φέρω»)] … Dictionary of Greek