κατα-κιβδηλεύω

κατα-κιβδηλεύω

κατα-κιβδηλεύω, verstärktes simpl., K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατακιβδηλεύει — κατά κιβδηλεύω adulterate pres ind mp 2nd sg κατά κιβδηλεύω adulterate pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακιβδηλεύειν — κατά κιβδηλεύω adulterate pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακιβδηλεύοντες — κατά κιβδηλεύω adulterate pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακιβδηλεύων — κατά κιβδηλεύω adulterate pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεκιβδήλευσεν — κατά κιβδηλεύω adulterate aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακιβδηλεύσας — κατακιβδηλεύσᾱς , κατά κιβδηλεύω adulterate aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασφραγίζω — Α 1. μέσ. παρασφραγίζομαι θέτω τη σφραγίδα μου πάνω σε κάτι 2. (κατά τον Ησύχ.) «παρακόπτω, παραχαράττω, κιβδηλεύω, παραποιῶ» και «παραποιήσασθαι παρασφραγῑσαι» 3. (κατά τον Μοίρ.) «παρασημαίνεσθαι ἀττικοί, ἕλληνες παρασφραγίζεσθαι» …   Dictionary of Greek

  • κακοτεχνώ — (Α και κακοτεχνῶ, έω) [κακότεχνος] νεοελλ. 1. κατασκευάζω κάτι κακότεχνα 2. μιμούμαι άτεχνα έργο τέχνης αρχ. 1. ενεργώ με δόλο και πονηρία, μεταχειρίζομαι κακά τεχνάσματα, είμαι πανούργος («κακοτεχνῶν δὲ φαίνει περὶ τὰς διαθήκας», Δημοσθ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • νοθεύω — (ΑΜ νοθεύω) [νόθος] 1. ενεργώ νοθεία, καταστρέφω τη γνησιότητα, κιβδηλεύω, παραποιώ («μὴ νοθεύσης τὴν αρετήν, μὴ περιφύγης τὸν κόπον», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. (σχετικά με τρόφιμα ή φάρμακα) αλλοιώνω τη σύσταση προσθέτοντας ξένη ουσία για εξαπάτηση και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”