- κατα-νυστάζω
κατα-νυστάζω (s. νυστάζω, κατανυστάξαι Poll. 2, 67), einnicken, einschlafen, Alexis bei Ath. I, 34 d; – einschläfern, Ael. H. A. 14, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-νυστάζω (s. νυστάζω, κατανυστάξαι Poll. 2, 67), einnicken, einschlafen, Alexis bei Ath. I, 34 d; – einschläfern, Ael. H. A. 14, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυσταγμός — ο (ΑΜ νυσταγμός) διάθεση για ύπνο, νύστα νεοελλ. ιατρ. ακούσιες σύντομες ταλαντωσικές κινήσεις τών οφθαλμών οι οποίες γίνονται ταχύτατα και κατά οριζόντια ή κατακόρυφη διεύθυνση ή κατά περιστροφική έννοια μσν. μτφ. νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
διάθεση — Τοποθέτηση, διάταξη στον χώρο· παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης· η ψυχική κατάσταση, η επιθυμία, η προθυμία· η κληρονομική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων. (Ιατρ.) Όρος που χαρακτηρίζει την τάση ενός οργανισμού να αντιδρά σε ορισμένα παθογόνα… … Dictionary of Greek
νυσταλωπιάν — νυσταλωπιᾱν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νυστάζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με το ρ. νυστάζω προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες] … Dictionary of Greek
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek
σαλεύω — ΝΜΑ, και, κυρίως στον Ερωτόκρ., σαλεύγω Ν [σάλος] 1. (μτβ.) α) κινώ κάτι εδώ κι εκεί, σείω, κουνώ (α. «τα κύματα σαλεύουν την βάρκα» β. «σαλεύει τρικυμιᾳ πέδον», Λυκόφρ.) β) τραντάζω («καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων», Σοφ.) 2. (αμτβ.) κινούμαι… … Dictionary of Greek
υπνώω — Α νυστάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὑπνώω παράγεται από την λ. ὕπνος και έχει σχηματιστεί, κατά μία άποψη, με έκταση από έναν τ. ενεστ. *ὑπνάω, ῶ, ενώ, κατ άλλη άποψη, αναλογικά προς τον τ. ἱδρώω] … Dictionary of Greek
ωλιγγιώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) «νυστάζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλίγγη «νύστα» + κατάλ. ιάω, ιῶ (πρβλ. ἰλιγγ ιῶ)] … Dictionary of Greek