κατα-μυρίζω

κατα-μυρίζω

κατα-μυρίζω, besalben, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταμεμυρισμένου — κατά μυρίζω rub with ointment perf part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμυριζόμενος — κατά μυρίζω rub with ointment pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμυρίζεσθαι — κατά μυρίζω rub with ointment pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμυρίζων — κατά μυρίζω rub with ointment pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρομέζω — μυρίζω άσχημα, αναδίδω κακοσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μτχ.) βρομεσμένος τού ρ. βρομίζω*, με τροπή του ι σε ε κατά το αφορεσμένος κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • σμορδούν — Α (κατά τον Ησύχ.) «συνουσιάζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος, άγνωστης ετυμολ. που ανήκει στο ερωτικό λεξιλόγιο. Ο τ. σμορδοῦν (πιθ. < *σμόρδος) καθώς και ο τ. σμόρδωνες ανάγονται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα *smerd «μυρίζω άσχημα, βρομώ» (πρβλ. λιθουαν …   Dictionary of Greek

  • μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… …   Dictionary of Greek

  • οζαίνομαι — ὀζαίνομαι και οζαινούμαι, όομαι (Α) όζω, αποπνέω οσμή, καλή ή κακή, μυρίζω («ὀζαίνομαι σίτου», Σώφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀζ τού ὄζω «αναδίδω οσμή», κατά το ὀσφραίνομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”