- προ-δοκάζω
προ-δοκάζω, aufpassen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-δοκάζω, aufpassen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προδοκάζω — Α 1. ενεδρεύω, καιροφυλακτώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «προδοκάζων παρατηρῶν, ἐνεδρεύων». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δοκάζω «παρατηρώ, περιμένω»] … Dictionary of Greek