- προ-δοκιμάζω
προ-δοκιμάζω, vorher prüfen, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-δοκιμάζω, vorher prüfen, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προδεδοκιμασμένος — πρό δοκιμάζω assay perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδεδοκιμασμένας — προδεδοκιμασμένᾱς , πρό δοκιμάζω assay perf part mp fem acc pl προδεδοκιμασμένᾱς , πρό δοκιμάζω assay perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεδοκίμασεν — προεδοκίμᾱσεν , πρό δοκιμάω aor ind act 3rd sg (doric aeolic) προεδοκίμασεν , πρό δοκιμάζω assay aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαπογεύομαι — Α δοκιμάζω κάτι με τη γεύση εκ τών προτέρων («τροφῆς προαπογεύονται», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπογεύομαι «δοκιμάζω με τη γεύση»] … Dictionary of Greek
προεγχειρώ — έω, Α 1. επιχειρώ κάτι προτού έλθει η ώρα του, ενεργώ πρόωρα («προεγχειρῆσαι παρὰ τὴν ἑαυτοῡ γνώμην», Πολ.) 2. δοκιμάζω, εξετάζω κάποιον ή κάτι προηγουμένως («τὰ περί τινος προεγχειρημένα», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγχειρῶ «επιχειρώ,… … Dictionary of Greek
προπειράζω — Α 1. αποπειρώμαι, δοκιμάζω προηγουμένως να κάνω κάτι 2. γεύομαι, δοκιμάζω στη γεύση προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πειράζω «προσπαθώ»] … Dictionary of Greek
προπειρώμαι — άομαι, Α δοκιμάζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πειρῶμαι «δοκιμάζω, προσπαθώ»] … Dictionary of Greek
προαναπειρώμαι — άομαι, Α εκτελώ δοκιμαστικά γυμνάσια προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναπειρῶμαι «δοκιμάζω, εξετάζω, κάνω γυμνάσια»] … Dictionary of Greek
προκωδωνίζω — Α (σχετικά με πήλινο αγγείο) δοκιμάζω τον ήχο με επίκρουση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κωδωνίζω (< κώδων)] … Dictionary of Greek