- κατ-ερεικτός
κατ-ερεικτός, adj. verb. zum Folgdn, = κατερικτός, B. A. 10, 13; Hesych. erkl. τὰ ἐρεικόμενα ὄσπρια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ερεικτός, adj. verb. zum Folgdn, = κατερικτός, B. A. 10, 13; Hesych. erkl. τὰ ἐρεικόμενα ὄσπρια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατερικτός — και δ. γρφ. κατερεικτός, ή, όν (Α) 1. (για όσπρια) κοπανισμένος, αλεσμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) «κατερικτά... οί δέ κατερρωγότα ιμάτια». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρικτός / ἐρεικτός (< ἐρείκω «κοπανίζω»)] … Dictionary of Greek