- κατ-ερικτός
κατ-ερικτός, zerbrochen, zerschroten, von Hülfenfrüchten, ἧψε κατερικτῶν χύτρας Ar. Ran. 505; Poll. 1, 247 u. 6, 61 schreibt Bekker κατέρικτα. Vgl. κατερεικτός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ερικτός, zerbrochen, zerschroten, von Hülfenfrüchten, ἧψε κατερικτῶν χύτρας Ar. Ran. 505; Poll. 1, 247 u. 6, 61 schreibt Bekker κατέρικτα. Vgl. κατερεικτός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατερικτός — και δ. γρφ. κατερεικτός, ή, όν (Α) 1. (για όσπρια) κοπανισμένος, αλεσμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) «κατερικτά... οί δέ κατερρωγότα ιμάτια». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρικτός / ἐρεικτός (< ἐρείκω «κοπανίζω»)] … Dictionary of Greek