- πρημαδίη
πρημαδίη, ἡ, Beiw. einer Olivenart, Nic. Al. 87.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρημαδίη, ἡ, Beiw. einer Olivenart, Nic. Al. 87.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρημαδίη — ἡ, Α ονομασία ποικιλίας ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. αποτελεί παρ. ενός αμάρτυρου *πρημάς, άδος (με επίθημα άς που απαντά και σε άλλες συγγενείς νοηματικώς λ., πρβλ. ἐριν άς, ἰσχ άς, κατιν άς). Η σύνδεση τής λ. με τον τ. πρημνάς*… … Dictionary of Greek
πρημαδίης — πρημαδίη olive fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρημαδία — πρημαδίᾱ , πρημαδίη olive fem nom/voc/acc dual πρημαδίᾱ , πρημαδίη olive fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρημαδίας — πρημαδίᾱς , πρημαδίη olive fem acc pl πρημαδίᾱς , πρημαδίη olive fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)