- προ-βαδίζω
προ-βαδίζω, voran-, vorausgehen, Plut. Symp. 7, 6, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-βαδίζω, voran-, vorausgehen, Plut. Symp. 7, 6, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προεβάδιζον — πρό βαδίζω walk imperf ind act 3rd pl προεβάδιζον , πρό βαδίζω walk imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεβάδιζε — πρό βαδίζω walk imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεβάδιζεν — πρό βαδίζω walk imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεβάδισε — πρό βαδίζω walk aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
προποδώ — έω, Α πιθ. βαδίζω πρώτος οδηγώντας τους άλλους, προπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πούς, ποδός] … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek