- προ-ανα-ζωγραφέω
προ-ανα-ζωγραφέω, vorher aufmalen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ανα-ζωγραφέω, vorher aufmalen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προαναζῳγραφήσας — προαναζῳγραφήσᾱς , πρό , ἀνά ζωγραφέω paint from life aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προανεζωγραφεῖτο — πρό , ἀνά ζωγραφέω paint from life imperf ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προανεζωγράφησαν — πρό , ἀνά ζωγραφέω paint from life aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προανεζωγράφησε — πρό , ἀνά ζωγραφέω paint from life aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)