- προ-ανα-γυμνάζω
προ-ανα-γυμνάζω, vorher üben, στόμα ἢ φωνήν, ὃ ποιοῠσιν οἱ φωνασκοῠντες καὶ τῇ φωνῇ ἀγωνιζόμενοι, B. A. 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ανα-γυμνάζω, vorher üben, στόμα ἢ φωνήν, ὃ ποιοῠσιν οἱ φωνασκοῠντες καὶ τῇ φωνῇ ἀγωνιζόμενοι, B. A. 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προαναγυμνάζω — Α εκγυμνάζω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνά + γυμνάζω] … Dictionary of Greek