- κατ-αρνέομαι
κατ-αρνέομαι, läugnen, φὴς ἢ καταρνεῖ μὴ δεδρακέναι τάδε Soph. Ant. 438.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-αρνέομαι, läugnen, φὴς ἢ καταρνεῖ μὴ δεδρακέναι τάδε Soph. Ant. 438.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek