- κατ-αρδεύω
κατ-αρδεύω, = κατάρδω, Sp., wie Schol. Aesch. Prom. 812.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-αρδεύω, = κατάρδω, Sp., wie Schol. Aesch. Prom. 812.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek
αρδεία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 55 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλλύρας. * * * ἀρδεία, η (AM) [αρδεύω] άρδευση, πότισμα γης ή ζώων … Dictionary of Greek
κατεπομβρίζω — (Μ) χύνω κάτι πάνω σε κάτι σαν βροχή, παρέχω με αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπομβρίζω «αρδεύω»] … Dictionary of Greek