- κατα-πρᾱνής
κατα-πρᾱνής, ές, = καταπρηνής, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πρᾱνής, ές, = καταπρηνής, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρανώ — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀκρίδος εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με τη λ. πάρνοψ* «είδος ακρίδας»]. (II) όω, Α [πρηνής / πρᾱνής] πρανίζω* … Dictionary of Greek