κατα-πρᾱγματεύομαι

κατα-πρᾱγματεύομαι

κατα-πρᾱγματεύομαι, med., bei Suid. auch act., Mittel ausfindig machen, ergreifen gegen Einen, τινός, Eust. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διαλαμβάνω — (AM διαλαμβάνω) 1. περιλαμβάνω σε κείμενο, αναφέρω, πραγματεύομαι 2. ορίζω, καθορίζω, εντέλλομαι αρχ. 1. παίρνω κατά σειρά το μερίδιο μου 2. (για τόπο) περνώ διαδοχικά, διέρχομαι κατά σειρά 3. κρατώ κατά μέρος, συλλαμβάνω 4. (για πάλη) πιάνω από… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφώ — φιλοσοφῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόσοφος] είμαι φιλόσοφος, ασχολούμαι με την φιλοσοφία, σκέπτομαι και ερευνώ κατά τρόπο φιλοσοφικό 2. αντιμετωπίζω κάτι με φιλοσοφικότητα (α. «μπόρεσε να τό ξεπεράσει γιατί τό φιλοσόφησε» β. «ἵνα φιλοσοφήσῃ τὸ ταπεινὸν εἰς… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • παρατρέχω — ΝΜΑ αντιπαρέρχομαι, δεν αναφέρω κάτι, παραλείπω, παραβλέπω, παρασιωπώ κάτι («παρατρέχω όλα τα επουσιώδη και έρχομαι στα πιο σημαντικά» νεοελλ. 1. ανταγωνίζομαι με κάποιον στον δρόμο, παραβγαίνω στο τρέξιμο 2. τρέχω υπερβολικά, κάνω πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • πραγματεία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγματίη, και ποιητ. τ. πραγματίη, Α [πραγματεύομαι] νεοελλ. επιστημονική μελέτη, σύγγραμμα, διατριβή νεοελλ. μσν. πραμάτεια αρχ. 1. επιμελής ενασχόληση με μια εργασία μέχρι την περάτωσή της 2. επίπονη, κοπιαστική εργασία 3.… …   Dictionary of Greek

  • καταπραγματεύομαι — και, κατά το λεξ. Σούδα, καταπραγματεύω (AM) 1. πιθ. εμπορεύομαι κάτι, επιζητώ κέρδος από κάτι ή, κατ άλλους, μεταχειρίζομαι διάφορα μέσα εναντίον κάποιου 2. μτφ. ασχολούμαι 3. διαπραγματεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πραγματεύομαι… …   Dictionary of Greek

  • παραθέω — Α 1. τρέχω πλησίον ή παραπλεύρως κάποιου 2. τρέχω κατά μήκος ενός τόπου 3. (κυριολ. και μτφ.) ξεφεύγω προς τα πλάγια ή προς τα έξω 4. ξεπερνώ κάποιον τρέχοντας 5. υπερβάλλω 6. πραγματεύομαι κάτι παρενθετικά, «εν παρόδω» («οἷον ὁρᾷς καὶ Ὅμηρος...… …   Dictionary of Greek

  • πραγματευτικός — ή, όν, Α [πραγματεύομαι] 1. αυτός που ασχολείται με εμπορικές πράξεις 2. αυτός που εισπράττεται από τους εμπόρους, από τους πραματευτάδες. επίρρ... πραγματευτικῶς Α κατά τον τρόπο τών πραγματευτών, τών εμπόρων …   Dictionary of Greek

  • υπεξαιρώ — ὑπεξαιρῶ, έω, ΝΑ [ἐξαιρῶ] (στην αρχ. το μέσ. ὑπεξαιροῡμαι, έομαι) αφαιρώ, οικειοποιούμαι ξένο πράγμα το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για φύλαξη (α. «υπεξαίρεσε πολλά χρήματα από την υπηρεσία του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. βγάζω από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”