κασαλβάς

κασαλβάς

κασαλβάς, άδος, ἡ, Ar. Eccl. 1106, u. κασάλβη, , VLL., die Hure; nach Schol. Ar. Equ. 355 ὅτι καλοῦσι οὐκ ἔχουσαι τοὺς ἐραστάς, σοβοῦσι δὲ τοὺς ὄντας. Vgl. aber κασαύρα, κάσσα u. ä.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κασαλβάς — κασαλβάς, άδος και κασαυράς, άδος και κασαύρα, ἡ (Α) πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. παράγωγη τής λ. κασάς με σχηματισμό κατά τα σε άς, άδος (πρβλ. δρομ άς, φυλλ άς), το πρόσφυμα όμως αλβ / αυρ παραμένει ανερμήνευτο. Παράλληλη… …   Dictionary of Greek

  • κασαλβάς — strumpet fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασαλβάδα — κασαλβάς strumpet fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασαλβάδες — κασαλβάς strumpet fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασαλβάδοιν — κασαλβάς strumpet fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάσσα — κάσσα, ἡ (Α) πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. τής λ. κασσαβάς (άλλος τ. τής λ. κασαλβάς*)] …   Dictionary of Greek

  • κασάλβιον — κασάλβιον, τὸ (Α) δ. γρφ τού κασαύριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαλβάς, + επίθημα ιον] …   Dictionary of Greek

  • κασαλβάζω — (Α) 1. φέρομαι σαν πόρνη 2. (μτβ.) μεταχειρίζομαι κάποιαν ή κάποιον σαν πόρνη, κατά τρόπο υβριστικό, ονειδιστικό («κασαλβάσω τοὺς στρατηγούς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαλβάς + κατάλ. άζω (πρβλ. στεγ άζω, τυρβ άζω)] …   Dictionary of Greek

  • κασαλβαδικός — κασαλβαδικός, ή, όν (Μ) αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε πόρνη. επίρρ... κασαλβαδικῶς (Μ) πορνικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαλβάς, άδος + κατάλ. ικός] …   Dictionary of Greek

  • κασαυράς — και κασαύρα, ἡ (Α) βλ. κασαλβάς …   Dictionary of Greek

  • κόλλοψ — κόλλοψ, οπος, ὁ (Α) 1. κλειδί έγχορδου μουσικού οργάνου, κόλλαβος, στριφτάρι («ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν», Ομ. Οδ.) 2. η λαβή με την οποία γύριζαν έναν τροχό 3. το χοντρό δέρμα στο κάτω μέρος τού αυχένα τών βοδιών ή τών χοίρων 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”