- κασαλβαδικῶς
κασαλβαδικῶς, wie eine Hure, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κασαλβαδικῶς, wie eine Hure, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κασαλβαδικός — κασαλβαδικός, ή, όν (Μ) αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε πόρνη. επίρρ... κασαλβαδικῶς (Μ) πορνικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαλβάς, άδος + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek