καστορίδες

καστορίδες

καστορίδες, αἱ, κύνες, eine vorzügliche Art lakonischer Jagdhunde, nach Kastor benannt, Agath. 28 (VI, 167) Nic. bei Poll. 5, 39. – S. auch καστορίς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καστορίδες — hounds fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστορίδες — οι (AM καστορίδες, αἱ) [κάστωρ] νεοελλ. ζωολ. οικογένεια τρωκτικών στην οποία ανήκουν και οι κάστορες μσν. αρχ. είδος θαλάσσιου ζώου, φώκια αρχ. 1. εξαιρετικό είδος κυνηγετικών σκυλιών στη Λακωνία, από το όνομα τού Κάστορος («αἱ δὲ καστορίδες… …   Dictionary of Greek

  • καστορίων — καστορίδες hounds fem gen pl καστορίδες hounds masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστόριον — καστορίδες hounds masc acc sg καστορίδες hounds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστορίδας — καστορίδες hounds fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστορίδων — καστορίδες hounds fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστορίοιο — καστορίδες hounds masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστορίου — καστορίδες hounds masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστορίῳ — καστορίδες hounds masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστόριαι — καστορίδες hounds fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”