- καστορίζω
καστορίζω, wie Bibergeil riechen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καστορίζω, wie Bibergeil riechen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καστορίζω — (Α) [κάστωρ] μοιάζω σε κάτι με κάστορα («καστορίζειν τῇ ὀσμῇ», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
καστορίζον — καστορίζω to be like castor pres part act masc voc sg καστορίζω to be like castor pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καστορίζοντες — καστορίζω to be like castor pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καστορίζων — καστορίζω to be like castor pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… … Dictionary of Greek