καστανεών

καστανεών

καστανεών, ῶνος, ὁ, Kastanienwald, Geopon.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καστανεῶνας — καστανεών chestnut grove masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάστανο — Βλ. λ. καστανιά (κάστανο). * * * το (AM κάστανον, Α και κάστανος και καστανέα και καστανιά, ή, και καστάναιον και καστάν(ε)ιον, τὸ) ο καρπός τού δέντρου καστανιά νεοελλ. φρ. α) «βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά» εκτελώ το δύσκολο και επικίνδυνο… …   Dictionary of Greek

  • καστανεώνας — ο (Μ καστανέων) [καστανέα] φυτεία από καστανιές, τόπος γεμάτος καστανιές …   Dictionary of Greek

  • Βύσσας, δήμος — Νέος δήμος (8.184 κάτ.) του νομού Έβρου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Καβύλης, Καστανεών, Νέας Βύσσης, Ριζίων και Στέρνας. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Νέα Βύσσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”