- κασταναϊκόν
κασταναϊκόν (s. nom. pr.), κάρυον, Kastanie, Theophr., D. Sic. 2, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κασταναϊκόν (s. nom. pr.), κάρυον, Kastanie, Theophr., D. Sic. 2, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek
κασταναϊκός — κασταναϊκός, όν (Α) φρ. «κασταναϊκόν κάρυον» το κάστανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καστάναιον + ικός (πρβλ. αρχα ϊκός, υμενα ϊκός)] … Dictionary of Greek