- γαστρί-δουλος
γαστρί-δουλος, ὁ, der dem Bauche fröhnt, Schlemmer, von Thom. Mag. verworfen, B. A. 1356; K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαστρί-δουλος, ὁ, der dem Bauche fröhnt, Schlemmer, von Thom. Mag. verworfen, B. A. 1356; K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλιόδουλος — ο, θηλ. κοιλιόδουλη (AM κοιλιόδουλος, ό) δούλος τής κοιλιάς, τού στομαχιού, λαίμαργος, φαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δούλος (πρβλ. γαστρί δουλος, μισθό δουλος)] … Dictionary of Greek
επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… … Dictionary of Greek