- γαστρίδιον
γαστρίδιον, τό, dim. von γαστήρ, Ar. Nubb. 391.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαστρίδιον, τό, dim. von γαστήρ, Ar. Nubb. 391.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαστρίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστριδίου — γαστρίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστρίδιο — Ένα από τα αρχικά στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης. Προέρχεται από ένα βλαστίδιο με μια διαδικασία εγκόλπωσης που αποκαλείται γαστριδίωση. Η αυλάκωση τελειώνει με τη διευθέτηση των βλαστομεριδίων γύρω από μια κεντρική κοιλότητα. Στη συνέχεια, το… … Dictionary of Greek