καρδίωξις, ἡ, dasselbe, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδίωξις — καρδίωξις, ώξεως, ἡ (Μ) [καρδιώσσω] καρδιωγμός*, ο στομαχόπονος … Dictionary of Greek