- καρδοπεῖον
καρδοπεῖον, τό, Deckel des Backtrogs, VLL.; auch = παυσικάπη, Poll. 10, 112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδοπεῖον, τό, Deckel des Backtrogs, VLL.; auch = παυσικάπη, Poll. 10, 112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδοπείον — καρδοπεῑον, τὸ (Α) [κάρδοπος] 1. το σκέπασμα τής σκάφης 2. φίμωτρο … Dictionary of Greek
καρδοπεῖον — cover of a kneading trough neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδοπείῳ — καρδοπεῖον cover of a kneading trough neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)