- καρδιώσσω
καρδιώσσω, an Magenschmerz leiden, wie καρδιαλγέω; Arist. probl. 3, 18; Hippocr. u. sp. Medic. – Nach Phot. lex. u. Poll. 2, 217 sicilisch = βουλιμιάω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδιώσσω, an Magenschmerz leiden, wie καρδιαλγέω; Arist. probl. 3, 18; Hippocr. u. sp. Medic. – Nach Phot. lex. u. Poll. 2, 217 sicilisch = βουλιμιάω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδιώσσω — have heartburn pres subj act 1st sg καρδιώσσω have heartburn pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιώσσω — και αττ. τ. καρδιώττω (Α) [καρδία] 1. έχω πόνους στο στομάχι, καρδιαλγώ 2. (στους Σικελιώτες) έχω βουλιμία, κατέχομαι από υπερβολική πείνα 3. (κατά τον Ησύχ.) έχω ναυτία … Dictionary of Greek
καρδιώξει — καρδιώσσω have heartburn aor subj act 3rd sg (epic) καρδιώσσω have heartburn fut ind mid 2nd sg καρδιώσσω have heartburn fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιώσσῃ — καρδιώσσω have heartburn pres subj mp 2nd sg καρδιώσσω have heartburn pres ind mp 2nd sg καρδιώσσω have heartburn pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιωσσόντων — καρδιώσσω have heartburn pres part act masc/neut gen pl καρδιώσσω have heartburn pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιώσσει — καρδιώσσω have heartburn pres ind mp 2nd sg καρδιώσσω have heartburn pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιώσσοντα — καρδιώσσω have heartburn pres part act neut nom/voc/acc pl καρδιώσσω have heartburn pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιώσσουσι — καρδιώσσω have heartburn pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καρδιώσσω have heartburn pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιώττει — καρδιώσσω have heartburn pres ind mp 2nd sg (attic) καρδιώσσω have heartburn pres ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιώττοντα — καρδιώσσω have heartburn pres part act neut nom/voc/acc pl (attic) καρδιώσσω have heartburn pres part act masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιώττω — καρδιώσσω have heartburn pres subj act 1st sg (attic) καρδιώσσω have heartburn pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)