- προ-δικία
προ-δικία, ἡ, Geschäft od. Amt des πρόδικος, Plut. an seni 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-δικία, ἡ, Geschäft od. Amt des πρόδικος, Plut. an seni 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίγκλος — ὁ (Α κίγκλος) 1. μικρό πτηνό που κουνά συνεχώς την ουρά του, πιθ. είδος σουσουράδας («καὶ σχοίνιλος καὶ κίγκλος... πάντες δὲ οὗτοι τὸ οὐραῑον κινοῡσι», Αριστοτ.) 2. είδος σατυρικής ορχήσεως, κατά την οποία οι χορευτές έκαναν κωμικές κινήσεις… … Dictionary of Greek