καρκινάς

καρκινάς

καρκινάς, άδος, ἡ, dim. von καρκίνος; Opp. Cyn. 2, 286 Hal. 1, 320; Ael. H. N. 6, 28. 7, 31.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καρκινάς — καρκινάς, άδος, ἡ (Α) [καρκίνος] (υποκορ. τού καρκίνος*) μικρός κάβουρας …   Dictionary of Greek

  • καρκινάς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκινάδα — καρκινάς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκινάδας — καρκινάς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκινάδες — καρκινάς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκινάδεσιν — καρκινάς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκινάδεσσιν — καρκινάς fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκινάδος — καρκινάς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκινάδων — καρκινάς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκινάσι — καρκινάς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκινάσιν — καρκινάς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”