- καρκινο-βάτης
καρκινο-βάτης, ὁ, der wie ein Krebs geht, Ariston. bei Ath. VII, 287 d, im E. M. καρκινοβαίνης, mit Mein. καρκινοβήτης zu schreiben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρκινο-βάτης, ὁ, der wie ein Krebs geht, Ariston. bei Ath. VII, 287 d, im E. M. καρκινοβαίνης, mit Mein. καρκινοβήτης zu schreiben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νευροβάτης — νευροβάτης, ὁ (ΑΜ) αυτός που βαδίζει πάνω στο σχοινί, σχοινοβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ιχνο βάτης, καρκινο βάτης] … Dictionary of Greek
νωτοβατώ — νωτοβατῶ, έω (Α) 1. (για την οχεία τών ζώων) επιβαίνω στα νώτα, στη ράχη, καβαλικεύω 2. περνώ πάνω από τα νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + βατῶ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. καρκινο βατώ] … Dictionary of Greek