καρύκη

καρύκη

καρύκη, , eigtl. eine von den Lydern erfundene, mit Blut zubereitete, leckerhafte Brühe, Ath. XII, 576 c, vgl. IV, 160 b u. VLL.; übh. sein zugerichtete Speise, bes. Brühe, Luc. Tim. 54 Plut. Symp. 4, 1, 3 E; ζωμοῦ κ. Poll. 6, 56.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καρύκη — καρύκη, ἡ (Α) (ιδίως στη Λυδία) είδος σάλτσας με αίμα και μπαχαρικά («εἴποις δ ἄν ζωμοὺς καρύκην, καρυκεύματα», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνειο από τη Λυδική. ΠΑΡ. καρυκεύω αρχ. καρύκινος. ΣΥΝΘ. αρχ. καρυκοειδής, καρυκοποιός] …   Dictionary of Greek

  • καρύκη — καρύ̱κη , καρύκη rich sauce fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρύκῃ — καρύ̱κῃ , καρύκη rich sauce fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρυκοποιός — καρυκοποιός, ὁ (Α) αυτός που παρασκευάζει καρύκη, σάλτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αμαξο ποιός, βροχο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • καρύκας — καρύ̱κᾱς , καρύκη rich sauce fem acc pl καρύ̱κᾱς , καρύκη rich sauce fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • караковый — темно коричневая с бледными подпалинами на морде и в паху масть лошади . Возм., из чагат. kаrаɣ черный, темный (Радлов 2, 150). Поскольку в том же знач. выступает и каракулый, др. русск. каракулой, грам. 1518 г. (см. Корш, AfslPh 9, 510),… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… …   Dictionary of Greek

  • καρυκεύω — (Α καρυκεύω) [καρύκη] 1. προσθέτω στο φαγητό καρυκεύματα για να γίνει πιο νόστιμο («τὰ ἱερεῑα... ἐμαγείρευον... καὶ ἐκαρύκευον», Αθήν.) 2. φρ. «καρυκεύω τον λόγο(ν)» κάνω τον λόγο γλαφυρότερο χρησιμοποιώντας ωραίες λέξεις ή φράσεις αρχ. ανακατώνω …   Dictionary of Greek

  • καρυκοειδής — καρυκοειδής, ές (Α) αυτός που έχει το χρώμα τής καρύκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + ειδής (< εἶδος), πρβλ. ανθρωπο ειδής, ατρακτο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • καρυκοποιώ — καρυκοποιῶ, έω (Α) [καρυκοποιός] παρασκευάζω καρύκη …   Dictionary of Greek

  • καρύκινος — καρύκινος, ίνη, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τής καρύκης, βαθυκόκκινος («οὔτε φοινικίδων οὔτε καρυκίνων ἱματίων», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + κατάλ. ινος (πρβλ. ακάνθ ινος, φοίνικ ινος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”