- καρύκινος
καρύκινος, von der Farbe der καρύκη, blutfarbig, dunkelroth; Xen. Cyr. 8, 3, 2; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρύκινος, von der Farbe der καρύκη, blutfarbig, dunkelroth; Xen. Cyr. 8, 3, 2; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρύκινος — καρύκινος, ίνη, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τής καρύκης, βαθυκόκκινος («οὔτε φοινικίδων οὔτε καρυκίνων ἱματίων», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + κατάλ. ινος (πρβλ. ακάνθ ινος, φοίνικ ινος)] … Dictionary of Greek
καρυκίνων — καρύκινος of the colour of fem gen pl καρύκινος of the colour of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρύκινον — καρύκινος of the colour of masc acc sg καρύκινος of the colour of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
караковый — темно коричневая с бледными подпалинами на морде и в паху масть лошади . Возм., из чагат. kаrаɣ черный, темный (Радлов 2, 150). Поскольку в том же знач. выступает и каракулый, др. русск. каракулой, грам. 1518 г. (см. Корш, AfslPh 9, 510),… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
καρύκη — καρύκη, ἡ (Α) (ιδίως στη Λυδία) είδος σάλτσας με αίμα και μπαχαρικά («εἴποις δ ἄν ζωμοὺς καρύκην, καρυκεύματα», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνειο από τη Λυδική. ΠΑΡ. καρυκεύω αρχ. καρύκινος. ΣΥΝΘ. αρχ. καρυκοειδής, καρυκοποιός] … Dictionary of Greek