- καρφίτης
καρφίτης, aus dürren Halmen gemacht, ϑάλαμος, vom Schwalbennest, M. Arg. 24 (X, 4).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρφίτης, aus dürren Halmen gemacht, ϑάλαμος, vom Schwalbennest, M. Arg. 24 (X, 4).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρφίτης — καρφίτης, ὁ (Α) ο κατασκευασμένος από ξερά χόρτα («θάλαμος καρφίτης» η χελιδονοφωλιά). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + κατάλ. ίτης (πρβλ. λογχ ίτης, μελιτ ίτης)] … Dictionary of Greek
καρφίτην — καρφίτης built of masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)