- καρφίς
καρφίς, ίδος, ἡ, = καρπίς, die Ruthe, mit welcher der römische Prätor die Sklaven beim Freisprechen berührt; VLL, erkl. auch κάρφις = κάρφη. Vgl. κάρφος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρφίς, ίδος, ἡ, = καρπίς, die Ruthe, mit welcher der römische Prätor die Sklaven beim Freisprechen berührt; VLL, erkl. auch κάρφις = κάρφη. Vgl. κάρφος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρφίδα — η 1. η καρφίτσα* 2. φρ. «καρφίδα ασφαλείας» ή «καρφίδα ασφαλιστική» είδος καρφίτσας τής οποίας η αιχμή εισέρχεται σε ειδική κοιλότητα ώστε να είναι ακίνδυνη, η παραμάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφίς < κάρφος + υποκορ. κατάλ. ίς, ίδος, απ όπου ίδα… … Dictionary of Greek