καρταί-πους

καρταί-πους

καρταί-πους, ποδος, = κραταίπους, so nennt Pind. Ol. 13, 81 den Stier.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καρταίπους — καρταίπους, ουν (Α) κραταίπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρταί + πους (< ποῦς), πρβλ. γωνιό πους, ελαφό πους το α συνθετικό καρταί είναι μορφή με την οποία απαντά η λ. κάρτος (κράτος) ως α συνθετικό, κατά τα παλαί , χαμαί (πρβλ. παλαίμαχος, χαμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”