- καρταλάμιον
καρταλάμιον, τό, dim. zum Folgdn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρταλάμιον, τό, dim. zum Folgdn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρταλάμιον — καρταλάμιον, τὸ (Α) μικρό πλεκτό καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ. κάρταλ(λ)ος] … Dictionary of Greek
κάρταλ(λ)ος — κάρταλ(λ)ος, ὁ (AM) καλάθι με στενή συνήθως βάση αρχ. 1. καλάθι που περιείχε προσφορές πιστών σε γιορτή 2. κλουβί για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με τη λ. κύρτος, ὁ «καλάθι, κλουβί πτηνών», οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kert «στρίβω, στρέφω μαζί … Dictionary of Greek