- καρτερο-βρόντης
καρτερο-βρόντης, ὁ, gewaltig donnernd, Zeus, Pind. frg. 127 b. Ath. V, 191 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρτερο-βρόντης, ὁ, gewaltig donnernd, Zeus, Pind. frg. 127 b. Ath. V, 191 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεραυνοβρόντης — κεραυνοβρόντης, ὁ (Α) αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς με βροντές («ὦ Ζεῡ κεραυνοβρόντα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βρόντης (< βροντή), πρβλ. αστρο βρόντης, καρτερο βρόντης] … Dictionary of Greek