- καρτερούντως
καρτερούντως, adv. vom part. praes. καρτερέω, muthig, ἀμύνεσϑαι Plat. Rep. III, 399 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρτερούντως, adv. vom part. praes. καρτερέω, muthig, ἀμύνεσϑαι Plat. Rep. III, 399 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρτερούντως — (Α) επίρρ. με καρτερία, καρτερικά, θαρραλέα («παρατεταγμένως καὶ καρτερούντως ἀμυνομένων τὴν τύχην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. καρτερῶν, οῦντος (καρτερῶ), πρβλ. αρκ ούντως] … Dictionary of Greek
καρτερούντως — strongly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)