- καρτερό-φρων
καρτερό-φρων, ον, = κρατερό-φρων, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρτερό-φρων, ον, = κρατερό-φρων, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κελαινόφρων — κελαινόφρων, ον (Α) αυτός που σκέπτεται μαύρα, δόλια, κακά, που έχει μαύρη ψυχή, κακόκαρδος, κακόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + φρων (< φρήν), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας φρεν (πρβλ. βαρύ φρων, καρτερό φρων)] … Dictionary of Greek
κενόφρων — και κενεόφρων, ὁ (Α) αυτός που ματαιοφρονεί, ανόητος, μωρός, άμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ηδύ φρων, καρτερό φρων] … Dictionary of Greek