- καρτερότης
καρτερότης, ητος, ἡ, die Stärke, Gewalt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρτερότης, ητος, ἡ, die Stärke, Gewalt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρτερότης — καρτερότης, ητος, ἡ (Α) [καρτερός] ισχύς, αντοχή … Dictionary of Greek