- καρπο-τόκος
καρπο-τόκος, Frucht erzeugend; Δημήτηρ Strat. 67 (XII, 225); 'Ισις Ep. ad. 271 (Plan. 264); Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρπο-τόκος, Frucht erzeugend; Δημήτηρ Strat. 67 (XII, 225); 'Ισις Ep. ad. 271 (Plan. 264); Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυλλοτόκος — ον, Α αυτός που βγάζει, που εκφύει φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ἐλαιο τόκος, καρπο τόκος] … Dictionary of Greek
κυδοιμοτόκος — κυδοιμοτόκος, ον (Α) αυτός που επιφέρει ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυδοιμός + τόκος (< τίκτω), πρβλ. θεο τόκος, καρπο τόκος] … Dictionary of Greek
νεβροτόκος — νεβροτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά νεβρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + τόκος (< τίκτω), πρβλ. ιππο τόκος, καρπο τόκος] … Dictionary of Greek
πυρνοτόκος — ον, Α (για εδαφική έκταση) αυτός που παράγει τροφή («πυρνοτόκος ἄρουρα», Υμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. καρπο τόκος] … Dictionary of Greek
φλαυροτόκεια — ἡ, Μ η δημιουργία ανώφελων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλαῦρος + τόκεια (< τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. καλλι τόκεια, καρπο τόκεια] … Dictionary of Greek