- καρπο-τόκεια
καρπο-τόκεια, ἡ, Fruchterzeugerinn, γαῖα Nonn. D. 21, 26. S. καρποτόκος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρπο-τόκεια, ἡ, Fruchterzeugerinn, γαῖα Nonn. D. 21, 26. S. καρποτόκος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλαυροτόκεια — ἡ, Μ η δημιουργία ανώφελων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλαῦρος + τόκεια (< τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. καλλι τόκεια, καρπο τόκεια] … Dictionary of Greek