κύλον

κύλον

κύλον, s. κύλα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κύλον — κύλον, τὸ (Α) 1. το κοίλο μέρος πάνω από το πάνω βλέφαρο 2. συν. στον πληθ. τὰ κύλα τα κοιλώματα κάτω από τα μάτια («τὰ κύλα τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα», Σωραν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει θ. κυ και συνδέεται με τον τ. κύαρ. Ο τ. απαντά σε κύρια ον.… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Vornamen — Dies ist eine Liste heute gebräuchlicher griechischer Vornamen. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft griechischer Vornamen 2 Kurz und Kosenamen 2.1 Bildung der Kurznamen 2.2 Koseformen …   Deutsch Wikipedia

  • κυλάδες — κυλάδες, αἱ (Α) τα κοιλώματα κάτω από τα βλέφαρα, τα κύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλον + κατάλ. άδες, πληθ. τής άς, άδος] …   Dictionary of Greek

  • κυλίς — κυλίς, ἡ (Α) το κοίλωμα που βρίσκεται κάτω από τα βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλον «το κοίλωμα κάτω από το μάτι» + υποκορ. κατάλ. ίς (πρβλ. γλωττ ίς, οδοντ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • κυλοιδιώ — κυλοιδιῶ, άω (Α) 1. έχω πρησμένα τα μέρη κάτω από τα βλέφαρα, έχω μαύρους κύκλους ή πρηξίματα κάτω από τα μάτια 2. έχω πρησμένο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλον «κοιλότητα κάτω από το μάτι» + οἰδιῶ «πρήζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • κύλα — κύλα, τὰ (AM) βλ. κύλον …   Dictionary of Greek

  • υποκοιλίς — ίδος, ἡ, Α το κάτω βλέφαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κύλον / κύλα «το κοίλο μέρος πάνω από το πάνω βλέφαρο, τα κοιλώματα κάτω από τα μάτια» (για τη γρφ. τής λ. πρβλ. και τη γρφ. κοίλα τού τ. κύλα)] …   Dictionary of Greek

  • k̂eu-1, k̂eu̯ǝ- : k̂ū-, k̂u̯ā- —     k̂eu 1, k̂eu̯ǝ : k̂ū , k̂u̯ā     English meaning: to swell     Deutsche Übersetzung: ‘schwellen, Schwellung, Wölbung” and “Höhlung; hohl”, gemeinsame Anschauung, Wölbung after außen or innen”     Material: O.Ind. sv áyati ‘schwillt an, wird… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”