κύλλωμα

κύλλωμα

κύλλωμα, τό, das Gekrümmte, durch Krümmung Gelähmte; Eust. zu Il. 2, 217; Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κύλλωμα — κύλλωμα, τὸ (Α) [κυλλώ (II)] 1. ιδιότητα τού οργάνου που έχει καμπυλωθεί, που έχει γίνει κουτσό, η χωλότητα 2. στρέβλωση, παραμόρφωση …   Dictionary of Greek

  • κύλλωμα — club foot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλλωμάτων — κύλλωμα club foot neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικύλλωμα — ἐπικύλλωμα, τὸ (Μ) χωλότητα, το να είναι κάποιος χωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κύλλωμα (< κυλλόω, ώ «κουτσαίνω»)] …   Dictionary of Greek

  • κατακύλλωμα — κατακύλλωμα, τὸ (Α) 1. είδος χωλότητας 2. (κατά τον Φώτ. και το λεξικό Σούδα) «τὸ πέρας τῶν κακῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κύλλωμα (< κυλλοῦμαι «κουτσαίνω»)] …   Dictionary of Greek

  • κύλλωσις — κύλλωσις, ἡ (Α) [κυλλώ (II)] κύλλωμα*, χωλότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”