κύημα

κύημα

κύημα, τό, das Empfangene, die Frucht im Mutterleibe; εἰς φῶς ἐκφέρειν Plat. Rep. V, 461 c; Arist. de gen. anim. 1, 13. 3, 9 u. öfter; κυήματα ἔχειν, ἴσχειν, schwanger sein, id. u. Sp., die auch übertr. ψυχῆς κύημα sagen. Vgl. κῦμα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κύημα — that which is conceived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύημα — το (AM κύημα) [κυώ] 1. το έμβρυο που βρίσκεται στην κοιλιά τής μητέρας από τη σύλληψη μέχρι τον τοκετό («μάλιστα μὲν μηδ εἰς φῶς ἐκφέρειν κύημα», Πλάτ.) 2. το βλάστημα 3. μτφ. αυτό που συλλαμβάνεται στον νου (α. «κύημα τής φαντασίας» β. «τοὺς… …   Dictionary of Greek

  • κύημα — το το έμβρυο, ό,τι γεννιέται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυημάτων — κύημα that which is conceived neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυήμασι — κύημα that which is conceived neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυήμασιν — κύημα that which is conceived neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυήματα — κύημα that which is conceived neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυήματι — κύημα that which is conceived neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυήματος — κύημα that which is conceived neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • κυήματ' — κυήματα , κύημα that which is conceived neut nom/voc/acc pl κυήματι , κύημα that which is conceived neut dat sg κυήματε , κύημα that which is conceived neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”