γύλιος

γύλιος

γύλιος, , auch γυλιός accentuirt nach B. A. 228 (εἶδος πήρας στρατιωτικῆς, ἐν ᾡ ἦν σκόροδα καὶ κρόμμυα), der lange u. schmale, geflochtene (ἐπίμηκες καὶ στενόστομον) Tornister der Soldaten, Ar. Pax 519 Ach. 1062; neben στρωματεύς Alex. Ath. XI, 473 d. Bei Philem. Ath. VII, 231 a änderte Casaub. γυλίαν τιν' ἀργυρωμάτων in γύλιον, wie XI, 483 b aus Critias. Vgl. übrigens γαῦλος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γύλιος — long shaped wallet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυλιός — ο (AM γυλιός και γυλιός) στρατιωτικός σάκος για τη φύλαξη ατομικών ειδών, τροφίμων κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με γερμανικές λέξεις με διαφορετική μεταπτωτική βαθμίδα ρίζας (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. kiulla «σάκος», αρχ. νορβ. kyll… …   Dictionary of Greek

  • γυλιός — ο στρατιωτικό σακίδιο για ατομικά είδη του στρατιώτη και τρόφιμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυλίου — γύλιος long shaped wallet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύλιον — γύλιος long shaped wallet masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • гуля — I гуля I. голубь, Columba ; ср. подзывание: гуль гуль! Звукоподражание, как и швейц. нем. Gûl петушиный крик , эльзасск. Gulli, Guller, о котором см. Суолахти, Vogeln. 233. Ср. также коми gul u голубь (по мнению Калимы (RLS 53) и Вихм. – Уотилы… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • GALEA — I. GALEA an Lacedaemoniorum, ut vult Plin. l. 7. c. 56. an Aegyptiorum, ut Herod l. 4. an Curetum, ut Diod. l. 5. c. 15. inventum: a galero, quo multi antiquorum usi, dicta est, Varroni: aliis ex Graeco γαλέη quod ex felina pelle fiebant, vide… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γυλιαύχην — ( ενος), ο, η (Α) μακρολαίμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυλιός «επιμήκης σάκος με στενό στόμιο» + αυχήν ( ένος)] …   Dictionary of Greek

  • γύλιον — γύλιον, το (Μ) ο γυλιός …   Dictionary of Greek

  • εξάρτυση — η (Α ἐξάρτυσις) [εξαρτύω] νεοελλ. το σύνολο τών ατομικών αντικειμένων που κουβαλά κατά την πορεία ο στρατιώτης με στολή εκστρατείας, εκτός από το όπλο του, δηλ. ο γυλιός με το περιεχόμενό του, ο ζωστήρας, οι φυσιγγιοθήκες, το σακίδιο τών τροφίμων …   Dictionary of Greek

  • εξάρτυση — η το σύνολο των ειδών που κουβαλάει ο στρατιώτης σε πορεία (εκτός από τον οπλισμό του), με τα οποία μεταφέρει τα απαραίτητα είδη τροφής, λινοστολής και πυρομαχικών (γυλιός με το περιεχόμενο του, σιτιοδόχη, παγούρι, ζωστήρας, παλάσκες κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”